A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀνουτητί — without inflicting a wound indeclform a̱priv (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανουτητί — επίρρ. (Α) [ουτώ] 1. χωρίς να καταφέρει χτύπημα, να τραυματίσει 2. χωρίς να δεχθεί χτύπημα, να τραυματιστεί … Dictionary of Greek